-
1 ἰχθυ-παγής
ἰχθυ-παγής, ές, den Fisch festhaltend, ἀγκίστρων ἰχϑυπαγῆ στόματα Theaet. Schol. 1 (VI, 27).
См. также в других словарях:
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek